ΨΥΧΗ, ΘΑΝΑΤΟΣ ΚΑΙ ΠΕΝΘΟΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ

2016-03-17 14:48

 

Μελετώντας παράλληλα την Ομηρική και την Ορφική προσέγγιση του φαινομένου της ψυχής και της μετά θανάτου πορείας της, διαπιστώνει κανείς πως η ψυχή (όποιο όνομα και αν πάρει, είτε διαχωριστεί σε ζωντανή /νεκρή ψυχή, είτε θεωρηθεί ως μία) υπήρξε ζήτημα έντονου στοχασμού και η οποιαδήποτε μετά θάνατο πορεία της προκαλούσε ποικίλα συναισθήματα, επηρεάζοντας κατά πολύ την συμπεριφορά και τον τρόπο ζωής του Έλληνα των περιόδων αυτών.

 

Η ψυχή, λοιπόν, έχει νου – σύμφωνα και με τις δύο προσεγγίσεις -  με αυτήν ο άνθρωπος σκέφτεται και αποφασίζει για να δράσει. Παίρνει τα χαρακτηριστικά του ανθρώπου, ταυτίζεται με αυτόν, ψυχή και σώμα αποτελούν τον άνθρωπο, αλλά από την άλλη πλευρά είναι εκείνη που αποτελεί το «καύσιμο» του σώματος, η ενέργεια που εκφράζεται μέσα από αυτό, η ίδια η ουσία μας. Η ψυχή εγκαταλείπει το σώμα με τον θάνατο και η πορεία της την οδηγεί στον Άδη. Είναι πια το είδωλο, η σκιά που αντικρίζουμε στον Άδη και η διαδρομή της έχει πια τελειώσει;

 

Ο Όμηρος δεν εστιάζει στο μετά. Η ψυχή είναι το φάντασμα του νεκρού που έχει απομείνει στον Άδη. Ο Ορφέας όμως, εξυψώνει την ψυχή και «αποκαλύπτει» την μετέπειτα διαδρομή της. Η ψυχή, λοιπόν, δεν τελειώνει το ταξίδι της στον Άδη. Εκεί κάνει απλά μια στάση (είτε λαμβάνοντας ανταμοιβές, είτε τιμωρίες) και μετενσαρκώνεται και πάλι, ακολουθώντας έναν τέτοιο κύκλο μετενσαρκώσεων ωσότου η ψυχή εξαγνιστεί και μπορέσει ξανά να ενωθεί με το Θείο, αφού και η ίδια δεν είναι τίποτα λιγότερο από θεϊκή.

 

Τα ζώα έχουν και αυτά ψυχή, είτε τα βλέπουμε είτε δεν τα βλέπουμε στον Άδη, ψυχή που ούτε ο Όμηρος ούτε ο Ορφέας απαρνήθηκε. Απλά ο Όμηρος δεν κάνει αναφορά στο ταξίδι της δικής τους ψυχής ενώ ο Ορφέας δίνει στην ανθρώπινη ψυχή ακόμα και το δικαίωμα να μετενσαρκωθεί σε σώμα ζώου, μη διαφοροποιώντας την προέλευση και την «σωματική κατοικία» των ψυχών.

 

Ψυχή έχουν και οι Θεοί –Αθάνατοι, οι οποίοι εξανθρωπίζονται σε μεγάλο βαθμό, σαν να μην πρόκειται για Θεούς αλλά σαν να πρόκειται για ανώτερες οντότητες, οι οποίες ταυτίζονται με την ψυχή τους και παίρνουν διάφορες μορφές σωμάτων, μέσω των οποίων εκείνη εκφράζεται. Στον Ορφέα, και κατά τους Ορφικούς, οι Θεοί αποκαλύπτουν μια άλλη διάστασή τους, δίνουν φώτιση, εκστασιακές συνδέσεις με το Θείο και ελπίδα για μια άλλη κατάληξη της ψυχής.

 

Η ζωή, λοιπόν, κατά την Ομηρική Εποχή, παρατηρείται να χαρακτηρίζεται από αρετή, δικαιοσύνη και ανδρεία, να εκτιμάται η επίγεια ζωή και η συμπεριφορά κατά τη διάρκεια αυτής που θα αφήσει μία ένδοξη μνήμη για τον αποθανόντα. Αντίθετα, η ζωή των Ορφικών μπορεί και εκείνη να χαρακτηρίζεται από αρετή και δικαιοσύνη, αλλά η μετά θάνατο πορεία της ψυχής ήταν η κύρια φροντίδα τους. Ό, τι και αν προστάζουν οι δύο αυτές προσεγγίσεις για τον τρόπο που οφείλει να ζει κανείς, διαπιστώνεται πως τίποτα διαφορετικό στην ουσία δεν ζητούν από τον άνθρωπο. Ζει και οφείλει να ζει με σύνεση, να έχει φρόνηση και μέτρο, να είναι δίκαιος και ηθικός και να ακολουθεί πάντα το δρόμο προς το φως και την αλήθεια.

 

Ο Όμηρος μας προτρέπει σε αυτόν τον τρόπο συμπεριφοράς ταυτίζοντας τις ηρωικές ψυχές με εκείνες των Θεών, λέγοντας ναι μεν πως κάποιοι θα έχουν την ευκαιρία να κατέχουν μια θέση στα Ηλύσια πεδία, δίπλα στους Θεούς, αλλά δίχως να είναι αυτό το κύριο  επιδιωκόμενο. Θεωρούν πως οφείλουν να ζουν και να επιδιώκουν να ζουν έτσι, έχοντας ως ανταμοιβή το να μείνει η φήμη του αξέχαστη. Ο Ορφέας, όμως, και οι Ορφικοί υπόσχονται μεγάλη πορεία και εξύψωση της ψυχής σε ουράνιους, πλέον, θεϊκούς τόπους. Οι άνθρωποι καλούνται να ζήσουν με αρχές προκειμένου η ψυχή τους να μπορέσει να εξιλεωθεί και να ενωθεί ξανά με το «θεϊκό». Η οποιαδήποτε καταδίκη της δεν είναι αιώνια και άρα ο άνθρωπος καλείται στην ουσία στον εν λόγω τρόπο ζωής όχι εκβιαστικά αλλά γιατί πραγματικά επιθυμεί την εξιλέωση της ψυχής του.

 

Η σύνδεση, από την άλλη, με τους νεκρούς είναι ιδιαίτερη και στις δύο περιπτώσεις. Το πένθος των Ελλήνων της Ομηρικής Εποχής και οι τιμές που απέδιδαν στους νεκρούς αγαπημένους και συντρόφους τους, περιγράφονται έντονα και φανερώνουν την αόρατη σύνδεση των ψυχών τους, που ούτε από τον θάνατο να νικηθεί. Οι Ορφικοί, παίρνουν την κατάσταση στα χέρια τους και πιστεύοντας σε μία διαφορετική διαδρομή της ψυχής μετά θάνατον, δίνουν ακόμα και οδηγίες προς τους νεκρούς για να μπορέσουν να τους βοηθήσουν αλλά και να βοηθήσουν και τις ίδιες τους τις ψυχές να εξυψωθούν ξανά.

 

Οι αντιλήψεις και οι απόψεις περί ψυχής και θανάτου κατά την Ομηρική περίοδο και εκείνες σύμφωνα με την Ορφική διδασκαλία, επηρέασαν πολλούς και σημαντικούς μετέπειτα φιλοσόφους της Ελληνικής Αρχαιότητας. Ο Πυθαγόρας και ο Πλάτωνας είναι χαρακτηριστικά παραδείγματα της επιρροής του Ορφισμού. Οι πηγές αυτές εξακολουθούν και σήμερα να αποτελούν σημαντικές πηγές μελέτης, διαφόρων ερμηνειών και στοχασμού.

 

Από την άλλη πλευρά, οι φιλόσοφοι που αμφισβήτησαν την ιδέα της αιώνιας ανεξάρτητης πνευματικής ψυχής,  στράφηκαν προς το σύμπαν και την φυσική εξέταση των φαινομένων,  απομακρυσμένοι από την κατασκευασμένο εκμεταλλεύσιμο φόβου του άγνωστου και του θανάτου και αντιμετώπισαν την ψυχή εν μέρει ως θνητή. Παρατηρείται η στροφή προς την υλισμό αλλά και πάλι φαντάζει σαν η ψυχή να «μεταμορφώθηκε» για να μπορέσει να αποκτήσει ξανά, μέσα σε μία άλλη διάσταση, την αιωνιότητά της.

 

Η ανάγκη αναζήτησης της γνώσης με βάση την λογική/φυσική εξήγηση του κόσμου και του ανθρώπου, οδήγησε στην διερεύνηση της ψυχής από μια διαφορετική θεώρηση, στην αναζήτηση της φύσης της, της έδρας της μέσα στο σώμα ή/και του τρόπου συνεργασίας της με αυτό, της σύνδεσή της με το κοσμικό όλο, το σύμπαν, την ύλη, το πνεύμα, τον άνθρωπο, την φύση, το Θεϊκό στις διάφορες μορφές του.

 

Ο Πυθαγόρας, που υπήρξε μαθηματικός, αστρονόμος, ιατρός, μουσικός και φιλόσοφος, στράφηκε προς το σύμπαν, τους αριθμούς και τη φύση για την αναζήτηση της γνώσης, αλλά ταυτόχρονα ενσωμάτωσε την Ορφική διδασκαλία στην φιλοσοφία του, με τις ψυχές να αποτελούν τμήμα του κόσμου (Δαφέρμος, 2010). Η ατομική ψυχή φαίνεται να συνδέεται με το κοσμικό όλο, και η ψυχή του ανθρώπου φαίνεται να κατέχει την γνώση για το σύμπαν και τους Θεούς, δίχως να είναι έρμαιο φόβου και δεισιδαιμονιών αλλά μέσω γνωστικών λειτουργιών, την οποία θα «ενθυμηθεί» όταν ακολουθήσει έναν ηθικό τρόπο ζωής. Όπως αναφέρεται και στα «Χρυσά Έπη» του Πυθαγόρα , «..αυτά δε τηρώντας θα γνωρίσεις και των αθανάτων θεών και των θνητών ανθρώπων την σύσταση κι αν το κάθε τι παρέρχεται, και αν διατηρείται..».. «..και για την λύτρωση της ψυχής, κρίνοντας και σκεπτόμενος το κάθε τι, ηνίοχο την γνώμη να τοποθετήσεις, που από πάνω έρχεται και είναι άριστη..» (Αθηναίος, 2012 , 49-51 & 68-69).

 

Σε «μεταμορφώσεις», λοιπόν, φαίνεται να υπόκειται συνεχώς η ψυχή, από την αρχαιότητα έως και σήμερα. Δεν παύει και πάλι, όμως, όπως φαίνεται να αναζητά και να διατηρεί την αιωνιότητά της. Ακόμα και στα πλαίσια της σύγχρονης επιστήμης, η κβαντική φυσική πρόσφερε στη ψυχή αιωνιότητα, συνείδηση και την σύνδεσε άμεσα με το σύμπαν, καθώς αποτελείται, σύμφωνα με αυτήν την άποψη, από την ίδια δομή του σύμπαντος (και άρα μπορεί να υπάρχει από την αρχή του χρόνου) στο οποίο επιστρέφει μετά το θάνατο του σώματος (Gayle, 2012).

 

Δύσκολο, αν όχι αδύνατον, θεωρώ το να μπορέσει κανείς να συλλάβει, πόσο μάλλον να κατανοήσει τις δυνατότητες τις αιώνιας αυτής ενέργειας - ψυχής, τις ιδιότητες, τις μορφές, τα διαφορετικά είδη της ή/και την ομοιογένειά της.. Είναι κοσμική, είναι ατομική, είναι θνητή, είναι αθάνατη.. Δίνει ζωή, χάνεται από το σώμα με τον θάνατο μα δεν εξαφανίζεται, έχοντας την δυνατότητα για πολλαπλές εκφράσεις.. Κάλλιστα θα μπορούσε, αν διαθέτει νου – μνήμη – συνείδηση, να ενοποιείται σε ένα σώμα, να διασπάται με το θάνατό του, να ενώνεται με το όλο και παρόλα αυτά να έχει άμεση, ανεξαρτήτου γήινου χρόνου, την δυνατότητα να ενοποιείται συνειδησιακά ξανά στην ίδια μορφή με πριν. Είτε ενσαρκωθεί, είτε όχι..

 

Ακόμα και οι Ορφικοί, ζητούσαν από τον κόσμο να αφυπνιστεί, ζητούσαν την ενθύμηση της ψυχής.. Επομένως ακόμα και αν αντιμετώπιζαν την ψυχή σαν ξέχωρη πνευματική οντότητα, η Ορφική διδασκαλία δεν αρνείται την σύνδεση της ατομικής ψυχής με κάτι ανώτερο έξω από τα πλαίσια της γης, ούτε θεωρούσαν πως η ψυχή ως ψυχή είναι ταυτόσημη με τον άνθρωπο και ούτε πως ο νους του ανθρώπου είναι ταυτόσημος με τον νου της ψυχής.

 

Και στα Ομηρικά Έπη όμως, βλέπουμε την ψυχή να ταυτίζεται με την ζωή σε πολλά σημεία και να διαφοροποιείται από τον ανθρώπινο ως άνθρωπο, καθώς η ουσία μας φαίνεται να ταυτίζεται αποκλειστικά με την ψυχή. Μα φαίνεται πως όσο αφορά την μετά θάνατο πορεία της δεν είχε φτάσει ακόμη η γνώση της στροφής προς το σύμπαν και την σύνδεση με το όλο.. Πώς να αναγνωρίσεις κάτι το οποίο δεν γνωρίζεις ή.. έχεις ξεχάσει ότι γνωρίζεις; Η οποιαδήποτε ερμηνεία φαινομένων θα γίνεται στα πλαίσια των δυνατοτήτων σου και στα πλαίσια των εκάστοτε γνώσεων σου. Οι αξίες όμως που προάγουν τα Ομηρικά Έπη προάγονται και από μετέπειτα φιλοσόφους και φαίνονται σαν να αλληλοσυμπληρώνονται με τις αρχές της Ορφικής διδασκαλίας.

 

Ο Ηρόδοτος μπορεί να υποστηρίζει (όπως αναφέρεται στον Λεκατσά, 2000) πως η ιδέα της μετενσάρκωσης που χαρακτηρίζει τους Ορφικούς και τους Πυθαγορείους, έχει ξενική καταγωγή και προέρχεται από την Αίγυπτο, όμως, όπως ο Λεκατσά (2000) συμπεραίνει, η  αθανασία της ψυχής και η ιδέα της μετενσάρκωσης όπως περιγράφεται από τους Ορφικούς και τους Πυθαγορείους, είναι άγνωστη για τους Αιγύπτιους και διαφέρει από τις δοξασίες τους για την Ζωτική ψυχή. Άλλωστε, όπως έχει αναφερθεί.. «..ηδ` όσον Αιγύπτω ιερόν λόγον εξελόχευσα..» («Αργοναυτικά», στιχ. 44, όπως αναφέρεται στον Πασσά, σελ. 135), αποδεικνύοντας την ιστορικότητα της αρχικής διδασκαλίας, παρόλες τις ενδεχόμενες παραποιήσεις.

 

Θεωρώ πως διαφαίνεται η διαχρονικότητα των προσφορών της Ορφικής διδασκαλίας και των Ομηρικών Επών, καθώς η επιρροή τους στους μεταγενέστερους είναι εμφανής. Η Ορφική διδασκαλία, θεωρώ πως ενδεχομένως αποτέλεσε αρχική βάση για την μετέπειτα ανάπτυξη των θεωριών περί ψυχής και θανάτου. Αλλά και σε γενικότερα πλαίσια, η Ορφική διδασκαλία φαίνεται να αποτέλεσε βάση για την αναζήτηση γνώσης, γνώσης που είχε εν μέρει «χαθεί» κατά τα Ομηρικά Έπη και έπειτα, και ήρθε στη επιφάνεια μεταγενέστερα (όση διασώθηκε και όσο και αν παραποιήθηκε), αποτελώντας την προγενέστερη πιθανόν Ελληνική θεώρηση του κόσμου, του ανθρώπου, του φαινομένου της ψυχής (Πασσάς). Ακόμα και αρκετές από εκείνες τις θεωρίες που εν μέρει απέρριψαν την Ορφική θεώρηση, φαίνεται σαν να οδηγήθηκαν στην προσπάθεια να την ερμηνεύσουν ανεξάρτητα από δογματικά πλαίσια και θρησκευτικές προκαταλήψεις. Σε αυτό το συμπέρασμα φαίνεται να οδηγείται και ο  Guthrie (2000), όσο αφορά τους Πυθαγόρειους, τους Ίωνες Φιλοσόφους και τον Ηράκλειτο.  

 

Η ψυχή, το φαινόμενο του θανάτου και η σχέση των ζωντανών με τους νεκρούς (όποια μορφή και αν παίρνει), είναι στην ουσία ζητήματα στα οποία δεν προσφέρονται οριστικές και αμετάκλητες «αλήθειες», αλλά που πάντα θα αποτελούν πρόκληση, ζητήματα στοχασμού και πεποιθήσεων, καθώς και ζητήματα επιστημονικής, βασισμένη σε αποδείξεις, έρευνας. Από όλα όσα διαπραγματεύτηκαν, όμως, ας αναλογιστούμε το ενδεχόμενο πως ο Λόγος εν τέλει μπορεί να μην αντικατέστησε πλήρως το Μύθο, αλλά να οδήγησε στην συνεχιζόμενη «αποκρυπτογράφησή» του.

 

Πανέτσου Μαρία, Α.Μ.2853 - Πτυχιακή.pdf (816579)